- μποϊκοτάρω
- και μποϋκοτάρωκάνω μποϊκοτάζ εναντίον κάποιου, ενεργώ οικονομικό αποκλεισμό εναντίον του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. boycott + κατάλ. -άρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μποϊκοτάρω — μποϊκοτάρω, μποϊκοτάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μποϊκοτάρω — μποϊκόταρα και μποϊκοτάρισα 1. κάνω μποϊκοτάζ. 2. αρνούμαι να κάνω ή να υποστηρίξω κάτι: Μποϊκοτάρει τις αποφάσεις των ανωτέρων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μποϊκοτάρισμα — και μποϋκοτάρισμα, το [μποϊκοτάρω] το μποϊκοτάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποϊκοτάρω + κατάλ. ισμα] … Dictionary of Greek
μποϋκοτάρω — βλ. μποϊκοτάρω … Dictionary of Greek